- ποταμηπόρος
- ποταμηπόροςcrossing riversmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποταμηπόρος — ον, Α 1. αυτός που διαβαίνει ποταμούς 2. αυτός που πηγαίνει στο ποτάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πόρος] … Dictionary of Greek
ποταμηπόρον — ποταμηπόρος crossing rivers masc/fem acc sg ποταμηπόρος crossing rivers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμηπόροι — ποταμηπόρος crossing rivers masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek